- μυιοειδής
- -ές (Α μυιοειδής, -ές)1. αυτός που μοιάζει με μύγααρχ.φρ. «μυιοειδῆ ὁρᾱν» — οι «ιπτάμενες μύγες», νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι βλέπει μύγες να πετούν μπροστά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.